- στύφῃς
- στύ̱φῃς , στύφωcontractpres subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στυφῆς — στυφός astringent fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στύφω — ΝΜΑ 1. προξενώ συρρίκνωση, κυρίως τών σιελογόνων τού στόματος, προξενώ στυφότητα 2. προκαλώ συστολή τής κοιλιάς, επιφέρω δυσκοιλιότητα («τὴν κοιλίαν στύφεσθαι» καθίσταμαι δυσκοίλιος, Ιπποκρ.) 3. εμβαπτίζω σε στυπτικό διάλυμα κατά τη διάρκεια τής… … Dictionary of Greek